wild rye - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

wild rye - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Wild Rye; Wildrye; Wild rye (disambiguation)

wild rye         

общая лексика

волоснец (Leymus)

rye whisky         
  • Alberta Premium Canadian Rye Whisky
  • Rye grain must comprise at least 51% of the mash bill of a rye whiskey in the United States.
AN ALCOHOLIC PRODUCT
Rye Whisky; Rye whisky; Rye Whiskey

[rai'wiski]

общая лексика

рай-виски

ржаное виски

американизм

смешанное виски (из нескольких сортов)

rye         
  • Exports by country (2014)<ref>[http://atlas.cid.harvard.edu/explore/tree_map/export/show/all/1002/2014/ Harvard Atlas of Economic Complexity]</ref>
  • alt=Production map
  • alt=[[Grain]]s
  • farina]] filling
  • Wild rye
SPECIES OF PLANT
Secale cereale; Rye (grain); Oralmat; Rye Extract; Rye (botany); Winter rye; Centeio; Ryep; Cereal rye; Rye flour; Ryecorn; Primitive Rye; Petkus (variety); 1R (chromosome)
rye noun 1) рожь 2) amer. хлебная водка 3) attr. ржаной

Ορισμός

ДИКАРЬ
1. человек, находящийся на ступени первобытной культуры.
2. (разг.) застенчивый, избегающий людей человек.
3. (разг.) тот, кто едет на курорт без путевки, самостоятельно.
Жить на юге дикарем.

Βικιπαίδεια

Wild rye

Wild rye is a common name used for several grasses. Wild ryes belong to any of three genera:

  • Elymus (wheatgrasses)
  • Leymus
  • Psathyrostachys
Μετάφραση του &#39wild rye&#39 σε Ρωσικά